Μια ματιά βαθιά, αινιγματική θα έλεγα, έως και προφητική είναι αποτυπωμένη στην φωτογραφία που κοιτώ. Είναι ένα βλέμμα χαρμολύπης που με αγκαλιάζει με αγάπη, με παρηγορεί όταν τα δύσκολα έρχονται και με ηρεμεί παράλληλα όταν όλα ταράζονται γύρω μου. Μου υπενθυμίζει τις αξίες τις ζωής, τα όσα διδάχθηκα από αυτόν και δεν αναφέρομαι μόνο στην βιοθεωρία του, που ουσιαστικά είναι η σοφία του απλού λαού, μα και στην βιοπρακτική του, στο παράδειγμά του δηλαδή. Τούτο το βλέμμα ανήκει στον παππού μου. Σαν σήμερα θα γιόρταζε, Κωνσταντίνος γάρ.
Ο παππούς μου, όπως άλλωστε και κάθε παππούς για κάθε εγγόνι, ήταν και είναι για μένα φάρος φωτεινός! Χάρη σε αυτόν και τις εμπειρίες του, μέσα από τις «ιστορίες» του έμαθα πολλά. Θυμάμαι σαν χτες, να φωλιάζω στην απέραντη αγκαλιά του, (έξι εγγόνια και όλα γύρω, του πάνω του), να του ζητώ να μου πει «ιστορίες». «Δεν είναι ιστορίες παιδί μου, είναι η ζωή μου», μου έλεγε. Και ήταν αλήθεια η ζωή του μεστή σε νόημα. Έτσι αξιώθηκα να μάθω για τους πολέμους, την ορφάνια, την πείνα, τη φτώχια και την σκληρή δουλειά, τον εμφύλιο και τους βασιλιάδες, τους συνταγματάρχες, τους βουλευτές και τους νόμους, τους Αμερικάνους και τους Ρώσους.
Ο παππούλης μου είχε χάσει τον πατέρα του στον Μικρασιατικό πόλεμο, ίσα που πρόλαβε να τον γνωρίσει, και ένα μόνο παιχνίδι να του χαρίσει. Σαν σε όνειρο μου είχε πει πως θυμόταν τον πατέρα του μια μπάλα πολύχρωμη, από ύφασμα να του δίνει, όταν βαριά άρρωστος είχε επιστρέψει από του πολέμου τη δίνη. Η μητέρα του, χήρα και μάνα δυο παιδιών, αγωνίστηκε σκληρά για να τα αναστήσει και αγάπη προς το Θεό και τους συνανθρώπους τους, ήθος και αξίες να τους ποτίσει. Στον πόλεμο του Σαράντα ο παππούς μου πλήρωσε με αίμα ξανά το μερτικό του, εκεί έχασε στα Αλβανικά σύνορα τον αδερφό του. Ένας παππούς, μια ιστορία, η ιστορία ενός έθνους. Ένας παππούς μια ιστορία, η ιστορία μιας ζωής.
Όλο έλεγα πως αυτά που ξανά και ξανά του ζητούσα να μου διηγηθεί θα τα κατέγραφα κάποια στιγμή. Και όλο το ανέβαλα. Θαρρούσα πως ο παππούς μου θε να ζήσει για χρόνια πολλά, και πως εγώ θα εξακολουθούσα σαν παιδούλα να φωλιάζω στην δική του αγκαλιά και να χάνομαι στις περιγραφές του για τη Λαύκα, το όμορφο χωριό που έχει στη μέση ρέμα, που έχει κορίτσια έμορφα, παιδιά ζωγραφισμένα.
Όμως σε τούτο τον κόσμο είμαστε περαστικοί και δεν ξέρουμε των αγαπημένων μας του μεγάλου ταξιδιού την στιγμή. Και ένα πρωί, απρόσμενα, έχασα για πάντα την ευκαιρία τις παροιμίες που διάνθιζαν τον λόγο του να καταγράψω σε τετράδια, τα πρακτικά γιατροσόφια του να αποστηθίσω και τα τραγούδια που σιγοψιθύριζε να ηχογραφήσω.
Δεν είναι δικό μας τσιφλίκι η ζωή, τα δώρα που μας χαρίζονται ας τα τιμούμε. Και αρχή ας κάνουμε τιμώντας τους γέροντες παππούδες και γιαγιάδες μας που σε αυτούς οφείλουμε την ύπαρξη μας. Η εμπειρία τους είναι η ουσία της ζωής, όσο πιο απλός ο άνθρωπος τόσο πιο μεγάλη η σοφία του θαρρώ. Μιας και λιγότερος, κατ’ εμέ, θε να ναι ο εγωισμός του. Ας φωλιάσουμε λοιπόν στην αγκαλιά τους, ας αφουγκραστούμε τις ιστορίες τους, ας καταγράψουμε τα κατορθώματά τους, ας γευθούμε τη ζωή όπως τη βίωσαν μέσα από τις εμπειρίες τους και έτσι ποτέ δεν θα φύγουν από κοντά μας γιατί θα ναι πάντα μέσα μας, στην ψυχή και την καρδιά μας.
Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου